σύστασιν

σύστασιν
σύστασις
bringing together
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συστᾶσιν — συνίστημι BJ Prooem. aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάσιν — συστάς standing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύστασιν — σύστασιν , σύστασις bringing together fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… …   Dictionary of Greek

  • наставлениѥ — НАСТАВЛЕНИ|Ѥ (33), ˫А с. 1. Наблюдение, надзор, руководство, наставничество: Θеѡдора нарекоша лѹчьша къ наставлѥнию всѣмъ быти. (πρὸς ἐπιστασίαν) ЖФСт XII, 60 об.; многовидьнъ кѹпно и пространьнъ быва˫а наставлѥниѥмь. (τὴν κυβέρνησιν) Там же, 63… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ошаниѥ — ОШАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Воздержание: облецѣтесѧ въ г(с)а Iс(с)а и плъти ѹгодь˫а не творите на желаньѥ, не възможную и истиньнѹю на бдѣниѥ на ошаниѥ. (πρὸς σύστασιν ἀπαγορεύσας!) ГА XIV1, 273г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επινέμω — ἐπινέμω (Α) 1. διαμοιράζω 2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.) 3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.) 4. έχω το δικαίωμα νομής …   Dictionary of Greek

  • συνδιαταράσσω — Α διαταράσσω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὴν... τότε σύστασιν καὶ κοινωνίαν αὐτῶν... ἑνί λίθῳ καὶ ψόφῳ συνδιαταράξειν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”